- ὑποσημειώσεις
- ὑποσημείωσιςnoting downfem nom/voc pl (attic epic)ὑποσημείωσιςnoting downfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσημειώνω — ὑποσημειῶ, όω, NA [σημειῶ / ώνω] μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῡμαι, όομαι βάζω την υπογραφή μου από κάτω νεοελλ. σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις αρχ. 1. σημειώνω με αριθμούς 2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω … Dictionary of Greek
Καρολίδης, Παύλος — (Ανδρονίκειο Καππαδοκίας 1849 – Αθήνα 1930). Ιστορικός, πολιτικός και πανεπιστημιακός. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… … Dictionary of Greek
Ξένος, Στέφανος — (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1894). Έλληνας συγγραφέας. Αξιωματικός του ιππικού στην αρχή, άρχισε ύστερα από μια σοβαρή ασθένειά του, να ταξιδεύει για αναψυχή στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, όπου το γραφικό περιβάλλον, που ήταν επίσης γεμάτο… … Dictionary of Greek
Σέφερ, Πέτρος — (Schoffer). Γερμανός τυπογράφος (1425 1502). Βοηθός του Γουτεμβέργιου και του Φουστ, του οποίου επιπλέον ήταν γαμπρός. Όταν πέθανε ο πεθερός του, ο Σ. ανάλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης του. Τελειοποίησε την τυπογραφία χρησιμοποιώντας για πρώτη … Dictionary of Greek
υποσημειώνω — υποσημείωσα, υποσημειώθηκα, υποσημειωμένος 1. γράφω υποσημειώσεις κάτω από το κείμενο της σελίδας. 2. το μέσ., υποσημειώνομαι υπογράφω, βάζω την υπογραφή μου (κάτω από επιστολή ή από άλλο κείμενο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)